- παραδίδω
- accompagnement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παραδίδω — παραδίδω, παρέδωσα και παράδωσα βλ. πίν. 186 και πρβλ. παραδίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek
παραδιδῶ — παραδίδωμι give pres subj act 1st sg παραδίδωμι give pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδιδῷ — παραδίδωμι give pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδίδω — παραδίδωμι give pres imperat mp 2nd sg (epic) παραδίδωμι give imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδώνω — παραδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. παρέδωσα τού παραδίδω κατά το σχήμα: ζύγωσα > ζυγώνω] … Dictionary of Greek
παραδιδῶι — παραδιδῷ , παραδίδωμι give pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… … Dictionary of Greek
αποφέρω — (AM αποφέρω) νεοελλ. φέρω ως εισόδημα, αποδίδω ως κέρδος αρχ. μσν. 1. αποκαθιστώ, αποζημιώνω 2. ( ομαι) καρπώνομαι αρχ. Ι. 1. αποκομίζω, μεταφέρω από κάποιο μέρος σε άλλο 2. (για άνεμο) απωθώ 3. επαναφέρω 4. παραδίδω κάτι που έχει ζητηθεί 5.… … Dictionary of Greek
αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… … Dictionary of Greek
εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… … Dictionary of Greek